- θελξίμβροτος
- θελξίμβροτος, -ον (Α)αυτός που θέλγει τους ανθρώπους («Κύπριδος θελξιμβρότου», Βακχυλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω*) + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός), πρβλ. δαμασί-μβροτος, τερψί-μβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.