θελξίμβροτος

θελξίμβροτος
θελξίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που θέλγει τους ανθρώπους («Κύπριδος θελξιμβρότου», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω*) + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός), πρβλ. δαμασί-μβροτος, τερψί-μβροτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θελξίμβροτον — θελξίμβροτος charming men masc/fem acc sg θελξίμβροτος charming men neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελξιμβρότου — θελξίμβροτος charming men masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελξίμβροτε — θελξίμβροτος charming men masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

  • θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”